- μεσοκάρπιος
- ος, ο[ν] анат. пястный;
μεσοκάρπιος διάρθρωσις — пястный сустав
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοκάρπιος διάρθρωσις — пястный сустав
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοκάρπιος — α, ο, θηλ. και ος και μεσοκαρπικός, ή, ό (Α μεσοκάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεσοκάρπιο(ν) το μέσο τού καρπού τού χεριού νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το μεσαίο στρώμα τού περικαρπίου τών αγγειόσπερμων φυτών που βρίσκεται μεταξύ εξωκαρπίου… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek